- Ιουδαιοχριστιανοί
- Ονομασία που δόθηκε στους χριστιανούς, ιουδαϊκής καταγωγής, ιδιαίτερα των κοινοτήτων της Ιερουσαλήμ και της Παλαιστίνης, που άκμασαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της χριστιανικής περιόδου, ύστερα όμως απομονώθηκαν και κατά τον 2o αι. διασκορπίστηκαν. Οι λεγόμενοι ιουδαΐζοντες, εξαιτίας της προσήλωσής τους στον μωσαϊκό νόμο και στην περιτομή, την οποία ήθελαν να επιβάλουν και στους άλλοτε εθνικούς χριστιανούς, προκάλεσαν έριδες στους κόλπους της πρώτης Εκκλησίας, στοιχεία για τις οποίες υπάρχουν στις Επιστολές του Παύλου (Προς Ρωμαίους, Προς Γαλάτας).
* * *οιοι χριστιανοί τών πρωτοχριστιανικών χρόνων, οι οποίοι ήταν στην αρχή Ιουδαίοι και έγιναν αργότερα χριστιανοί, αλλά παράλληλα θεωρούσαν απαραίτητη και την εφαρμογή τού Μωσαϊκού νόμου, αλλ. ιουδαΐζοντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰουδαίοι + χριστιανοί. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Λάζαρο Βελέλη].
Dictionary of Greek. 2013.